- ῥυθμοῖς
- ῥυθμόςany regular recurring motionmasc dat plῥυθμόωshapepres opt act 2nd sgῥυθμόωshapepres subj act 2nd sgῥυθμόωshapepres ind act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενεξουσιάζω — ἐνεξουσιάζω (Α) 1. δείχνω ανεξαρτησία («ένεξουσιάζω τοῑς ῥυθμοῑς», Δίον. Αλ.) 2. ασκώ απόλυτη εξουσία, άρχω 3. μέσ. σφετερίζομαι εξουσία («ὁ ἐνεξουσιαζόμενος μισηθήσεται», ΠΔ) 4. παθ. υποδουλώνομαι … Dictionary of Greek
κεράννυμι — (ΑΜ, Α και κεραννύω, επικ. τ. κεραίω και κερῷ, άω) 1. αναμιγνύω υγρά, συνήθως κρασί με νερό, για να μετριάσω στο κράμα τη δύναμη οινοπνευματώδους ποτού (α. «κύλικος ἴσον κεκραμένης», Αριστοφ. β. «οἴνῳ καὶ μέλιτι κεράσαντα τὴν κρήνην, ἀφ ἧς ἔπινον … Dictionary of Greek
ρυθμός — Συμμετρική περιοδικότητα μέσα στον χρόνο. Στη μουσική ιδιαίτερα, τέχνη που βασικά εξελίσσεται μέσα στη διάσταση του χρόνου, ο ρ. είναι το ουσιαστικότερο συστατικό της στοιχείο –ίσως μάλιστα και να υπήρξε η πρώτη πηγή της– που γίνεται αισθητό με… … Dictionary of Greek
συντείνω — ΝΑ, και αττ. τ. ξυντείνω Α [τείνω] συμβάλλω, συντελώ σε κάτι (α. «οι προσπάθειες όλων πρέπει να συντείνουν στην ανόρθωση τής χώρας» β. «τὰ συντείνοντα πρὸς τὸ ζῆν καλῶς», Αθηνί.) αρχ. 1. τείνω, τεντώνω κάτι μαζί με κάτι άλλο 2. εντείνω όλες τις… … Dictionary of Greek
ՊՃՆԱՅԱՐՄԱՐ — ( ) NBH 2 0656 Chronological Sequence: Unknown date, 10c ա. Յարմարեալ պճնութեամբ. գեղեցկայարմար. շքեղ. եւ Պաճուճեալ. սիրուն, զարդարուն. *Բազում երիփարս սօսս եւ ահապարանոցս պատրաստեալ՝ բազմազան պճնայարմար զարդուք եւ զինուք. Յհ. կթ.: Իսկ յասելն,… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)